- θεωρητικός
- -ή, -ό (ΑΜ θεωρητικός, -ή, -όν) [θεωρητής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεωρία, αυτός που εξετάζει ή ερευνάται με την αφηρημένη σκέψη («θεωρητικές επιστήμες»)2. εκείνος που ασχολείται με την έρευνα και τη γνώση τής ουσίας τών όντων χωρίς να επιδιώκει πρακτικό σκοπό («θεωρητικός φιλόσοφος»)νεοελλ.1. ο άσχετος ή αντίθετος προς την πραγματικότητα («θεωρητικά κέρδη»)2. εκείνος που έχει «θεωρία», ωραία εξωτερική εμφάνιση3. το αρσ. ως ουσ. ο θεωρητικόςα) άτομο που κατέχει καλά και αναπτύσσει μια φιλοσοφική ή επιστημονική θεωρίαβ) άτομο που μελετά τη θεωρία, τις ιδέες και τις έννοιες τού τομέα με τον οποίο ασχολείται, σε αντιδιαστολή προς τον πρακτικό, δηλ. εκείνον που ασχολείται με την εφαρμογή τους4. φρ. «θεωρητική αριθμητική» — ο κλάδος τής αριθμητικής που ασχολείται με τις ιδιότητες τών αριθμών και όχι με τις πράξεις τής αριθμητικήςμσν.(η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) θεωρητικῇσύμφωνα με τα καθιερωμέναμσν.-αρχ.1. εκείνος που γίνεται με περισυλλογή ή ενόραση2. πνευματικός, σε αντιδιαστολή προς τον σωματικό3. αλληγορικόςαρχ.1. ικανός στη θεωρία2. θεωρικός*.
Dictionary of Greek. 2013.